\
© 2017 Εργαστήριο Μαθηματικών Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων Ηρακλείου
Ήταν παραμονές Πάσχα του 1900. Δυο σφουγγαράδικα της Σύμης βρίσκονταν στα Αντικύθηρα. Το καΐκι 25 μέτρα από την ακτή κατέβασε με σκάφανδρο δύτη στις 35 οργιές να βγάλει θαλασσινά για τη νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας. Σε λίγο ο δύτης έκανε σινιάλο να τον τραβήξουν επάνω. Κι αντί για πίνες και «γαϊδουρόποδα» ανέβασε στο καΐκι ένα χάλκινο χέρι αγάλματος. Εντυπωσιασμένοι οι δυο καπετάνιοι των καϊκιών, ο Δημήτρης Ελευθερίου η Κοντός και ο Ηλίας Σταδιώτης βουτούν οι ίδιοι και βλέπουν με τα μάτια τους αυτά που τους είχε περιγράψει ο δύτης. Ένα βουλιαγμένο πλοίο φορτωμένο αγάλματα, μαρμάρινα και χάλκινα και πλήθος άλλα αντικείμενα, διάσπαρτα σε μια έκταση 55 μέτρων, καλυμμένα από λάσπη. Τα καϊκια επέτρεψαν στη Σύμη και για καιρό δεν ξανάγινε λόγος για το συμβάν.
Στο διάστημα αυτό ο καταγόμενος από τη Σύμη καθηγητής της Αρχαιολογίας Α. Οικονόμου που είχε πληροφορηθεί το περιστατικό προσπάθησε να πείσει τους καραβοκύρηδες να δηλώσουν τα ευρήματά τους στην κυβέρνηση. Επτά μήνες χρειάσθηκε για να τους πείσει. Οι δύο Συμιακοί ήρθαν σε επαφή με τον υπουργό Παιδείας Σπύρο Στάη, του έδειξαν το χάλκινο χέρι και συμφώνησαν να υπογράψουν συμβόλαιο με το οποίο θα αμείβονταν τόσο για τα δικαιώματα ανεύρεσης, ανάλογα με την αξία τους, όσο και για τις εργασίες ανέλκυσής τους από το βυθό. Μάλιστα τους διατέθηκε το οπλιταγωγό «Μυκάλη» με κυβερνήτη τον ύπαρχο Ανδρέα Σωτηριάδη που απέπλευσε για τα Αντικύθηρα ρυμουλκώντας τα δύο καίκια.
Η συνεχής θαλασσοταραχή και οι ξέρες των βραχονησίδων δυσχέραιναν το έργο των δυτών, ενώ δεν ήταν δυνατόν να παραμένουν στο βυθό, σε βάθος 60 μέτρων, παραπάνω από πέντε λεπτά. Μετά από πολυήμερες προσπάθειες και τη συνδρομή ενός ακόμα βοηθητικού πλοίου, που εν τω μεταξύ είχε καταφθάσει από τον Πειραιά, οι σφουγγαράδες έφεραν στην επιφάνεια μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα, πολυάριθμα πήλινα αγγεία και μεταξύ άλλων μερικά περίεργα κομμάτια από οξειδωμένο μπρούντζο που έμοιαζαν με σπασμένα γρανάζια.Τα ευρήματα αυτά οι αρχαιολόγοι τα καταχώρισαν στα αρχεία τους με τον προσδιορισμό «ωρολόγιο η εξάντας» και μετά τα ξέχασαν... Επίσης αποφάνθηκαν ότι επρόκειτο για ναυάγιο αρχαίου ελληνικού πλοίου του 1ου αι. π.Χ. που μετέφερε έργα τέχνης στη Ρώμη, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο περίφημος «Έφηβος των Αντικυθήρων», του 340 π.Χ., από τα ελάχιστα χάλκινα αγάλματα που έχουν βρεθεί ως σήμερα. Εικάζεται πως απεικονίζει τον Περσέα, τον Πάρη η κάποιον ανώνυμο αθλητή.
Αυτή η απίστευτη εφεύρεση κατέληξε στη θάλασσα και το μυστικό της έμεινε κρυμμένο για 2.000 χρόνια. Τα ρωμαϊκά πλοία της εποχής που ταξίδευαν από την Μ. Ασία στην Ιταλία περνούσαν από το θαλάσσιο χώρο Πελοποννήσου και Κρήτης, στη μέση του οποίου βρισκόταν το μικρό νησί των Αντικυθήρων. Οι απόκρημνες ακτές του νησιού αποτελούσαν πραγματικό κίνδυνο για τα πλοία, που μια καταιγίδα ήταν αρκετή για να τα ρίξει πάνω στα βράχια τους. Αυτό φαίνεται πως συνέβη το 70 περίπου π.Χ. με αποτέλεσμα να βυθιστεί μια υπερφορτωμένη με θησαυρούς γαλέρα, γνωστή σήμερα με την ονομασία «Ναυάγιο των Αντικύθηρων». Αρχικά ανασύρθηκαν περισσότεροι από 200 αμφορείς, μερικοί από τους οποίους σχεδόν άθικτοι, καθώς και αντικείμενα από τη σκευή του πλοίου, όπως λυχνάρια αλλά και περίτεχνα βάζα. Όσο περισσότερο έψαχναν τόσο πιο περίτεχνα αντικείμενα έρχονταν στο φως. Ανάμεσα στα ανεκτίμητα αρχαιοελληνικά γλυπτά βρέθηκε και ένα ορειχάλκινο αντικείμενο σε μέγεθος φορητού υπολογιστή. Στην επιφάνεια του διακρίνονταν μόνο κάποια γρανάζια και αρχαίες επιγραφές. Σύμφωνα με τους ιστορικούς ερευνητές, φαίνεται πως το ρωμαϊκό πλοίο είχε αποπλεύσει από τη Ρόδο ή τις ακτές της Μικράς Ασίας, μεταφέροντας σπουδαία έργα τέχνης. Το μπρούτζινο χέρι άνηκε σε ελληνικό γλυπτό του 5ου αιώνα π.χ. που απεικόνιζε ένα φιλόσοφο του οποίου το κεφάλι και άλλα τμήματα βρέθηκαν αργότερα.
Το 1976, μια ακόμα ερευνητική αποστολή στο ναυάγιο των Αντικυθήρων, από τον διάσημο γάλλο, Ζακ Κουστώ, έφερε στο φως τα πρώτα στοιχεία της χρονολόγησης. Μαζί με πολλά νέα ευρήματα, αμφορείς, ξύλα από το πλοίο, και ορειχάλκινα ειδώλια, οι δύτες του ανέλκυσαν ορειχάλκινα και ασημένια νομίσματα. Τα 36 ασημένια νομίσματα και αρκετά ορειχάλκινα της αποστολής του Κουστώ, απεικόνιζαν ένα καλάθι, σύμβολο των βασιλιάδων της Περγάμου, έτσι οι ερευνητές κατέληξαν πως τα περισσότερα από τα νομίσματα αυτά είχαν κοπεί στην Πέργαμο και την Έφεσο. Αυτό μαρτύρησε πως το ναυαγισμένο πλοίο ερχόταν από την Μικρά Ασία μεταξύ 70 και 60 π.Χ. Ο λόγος που βρίσκονταν εκεί μπόρεσε εξηγήθηκε στη συνέχεια από τους ιστορικούς. Τον 1ο αιώνα π.Χ. που η Ρώμη είχε ήδη κατακτήσει μακρινές αποικίες, μια γαλέρα μετέφερε θησαυρούς στη Ρώμη αφότου είχε λεηλατήσει την Πέργαμο και την Ρόδο. Η Πέργαμος ήταν άλλωστε σημαντικό εμπορικό λιμάνι της εποχής στο οποίο έφταναν εμπορικά πλοία για να ανταλλάξουν λάδι με αγγεία σιτάρι και ξυλεία. Το πλοίο μάλιστα ήταν μάλλον ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά πλοία της εποχής, αφού υπολογίζεται πως είχε μήκος 30 μέτρα, στοιχείο που συνέβαλε στην εύρεση της αφετηρίας του ταξιδιού. Την περίοδο εκείνη υπήρχαν λίγα λιμάνια που μπορούσαν να δεχτούν ένα τέτοιο πλοίο, η Δήλος η Πέργαμος, η Έφεσος και η Ρόδος ήταν μερικά από αυτά.